- ωλεσίβωλος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) αυτός που καταστρέφει, που διαλύει τους βώλους («ἀρθροπέδαν στῆμόν τε καὶ ὠλεσίβωλον ἀρούρης σφῡραν», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. τού αρχ. ὀλεσί-βωλος* με μακρό φωνηεντισμό ω- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].
Dictionary of Greek. 2013.